- ξεχαρβαλώνομαι
- ξεχαρβαλώνομαι, ξεχαρβαλώθηκα, ξεχαρβαλωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεχαρβαλώνω — 1. διαλύω με άτεχνο τρόπο αντικείμενο στα μέρη από τα οποία απαρτίζεται έτσι ώστε να μην ξαναφτειάχνεται 2. μέσ. ξεχαρβαλώνομαι εξαρθρώνομαι λόγω παλαιότητας ή κακού χειρισμού, δυσλειτουργώ, λειτουργώ κακώς 3. μτφ. διαταράσσω τον κανονικό ρυθμό… … Dictionary of Greek
σαραβαλιάζω — Ν [σαράβαλο] 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι ή κάποιον σαράβαλο, εξαρθρώνω, ξεχαρβαλώνω κάτι ή αχρηστεύω κάποιον (α. «έτσι όπως κάθησε, σαραβάλιασε την καρέκλα» β. «μού έδωσε τόσο που μέ σαραβάλιασε») 2. μέσ. σαραβαλιάζομαι (για πράγμ.) υφίσταμαι μεγάλες… … Dictionary of Greek
παραλύω — παρέλυσα, παραλύθηκα, παραλυμένος 1. μτβ., ελαττώνω την κινητικότητα, χαλαρώνω, ακινητοποιώ: Η έλλειψη των καυσίμων παρέλυσε τα μηχανοκίνητα μέσα. 2. αμτβ., ελαττώνομαι, χαλαρώνω, ακινητοποιούμαι, ξεχαρβαλώνομαι, καταρρέω: Παρέλυσα από το φόβο,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)